- ἐπιφωνήσεως
- ἐπιφωνήσεω̆ς , ἐπιφώνησιςacclamationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίσφατος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθρήνητος καὶ μοχθηρᾱς ἐπιφωνήσεως ἄξιος, ἐπονείδιστος». επίρρ... περισφάτως 1. κατά τρόπο επονείδιστο 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιωδύνως, περιβοήτως» 3. φρ. «περισφάτως ἔχω» είμαι λυπημένος, μελαγχολικός (Τραγ. Αδέσπ.).… … Dictionary of Greek